Ἰλλυριούς

Ἰλλυριούς
Ἰλλυριός
masc acc pl
Ἰλλυριός
masc acc pl
Ἰλλυριοί
region
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰλλυρίους — Ἰλλύριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Χάονες — οι, ΝΑ ένα από τα παλαιότατα φύλα που κατοικούσαν στην Ήπειρο και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πελασγικής καταγωγής και για ένα διάστημα επικράτησαν σε ολόκληρη την Ήπειρο, στην οποία έδωσαν και το όνομα Χαονία, αργότερα όμως συγχωνεύθηκαν με… …   Dictionary of Greek

  • ιλλυρικός — ή, ό (ΑΜ ἰλλυρικός, ή, όν) [ἱλλυριοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούς αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία) τίτλος έργου τού Αππιανού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόν η περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Αμύντας — I Όνομα βασιλιάδων και αξιωματούχων της Μακεδονίας. 1. Α. Α’. Βασιλιάς της Μακεδονίας (δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.), γιος του Αλκέτα. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τον τύραννο των Αθηνών Πεισίστρατο, ο οποίος χάρη στη βοήθεια του Α. κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”